υπερτίμηση

υπερτίμηση
[-ις (-εως)] η
1) прям. , перен. переоцёнивание, слишком высокая оценка; 2) вздорожание, рост цены; 3) девальвация; 4) см. υπερτίμημα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υπερτίμηση" в других словарях:

  • υπερτίμηση — η, Ν 1. υπερεκτίμηση, υπέρμετρη εκτίμηση 2. η αύξηση τής τιμής τών εμπορεύσιμων αγαθών, ανατίμηση 3. η αύξηση τής αξίας ή τής προσόδου περιουσιακού στοιχείου, υπερτίμημα 4. φρ. «αυτόματη υπερτίμηση» (οικον.) κάθε ανοδική κίνηση τού επιπέδου τιμών …   Dictionary of Greek

  • υπερτίμηση — η 1. υπερβολική εκτίμηση, υπερεκτίμηση, ανατίμηση, ύψωση της τιμής των εμπορευμάτων: Δυο φορές έγινε φέτος υπερτίμηση των παπουτσιών. 2. υπερτίμημα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβγάτιση — η [αβγατίζω] 1. αύξηση, πολλαπλασιασμός 2. η επιπλέον προσθήκη, προσαύξηση, επαύξηση 3. αύξηση τής τιμής, υπερτίμηση τής αξίας ενός πράγματος 4. πλειοδοσία …   Dictionary of Greek

  • επιτίμηση — η (AM ἐπιτίμηση) [επιτιμώ] επίπληξη, τιμωρία, επίκριση, μομφή («οὐκ ἄλλων ἐπιτιμήσει ἀκούσαντες», Θουκ.) μσν. εξορκισμός με μορφή επιπλήξεως αρχ. 1. ύψωση τής τιμής, υπερτίμηση 2. (ρητ.) ανύψωση, μεγέθυνση με χρησιμοποίηση ισχυρότερου όρου …   Dictionary of Greek

  • ηττοπάθεια — η [ηττοπαθής] παθολογικός φόβος για επικείμενη ήττα, ο οποίος οφείλεται σε κατάπτωση τού ηθικού τού ηττοπαθούς ή σε αδικαιολόγητη υπερτίμηση τών δυνάμεων τού αντιπάλου …   Dictionary of Greek

  • τυποκρατία — η, Ν υπερτίμηση τών τύπων, τής μορφής, έναντι τής ουσίας ή υπερβολική προσήλωση στού τύπους, φορμαλισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. δημο κρατία] …   Dictionary of Greek

  • υπερτίμημα — το, Ν [υπερτιμώ] 1. η αύξηση τής αξίας ή τής προσόδου ενός περιουσιακού στοιχείου 2. το χρηματικό όφελος που αποκομίζει ο ιδιοκτήτης από την υπερτίμηση τής περιουσίας του 3. η ποσότητα κατά την οποία αυξάνεται η αγοραία τιμή ενός αγαθού σχετικά… …   Dictionary of Greek

  • Φλομπέρ, Γκιστάβ — (Flaubert, Ρουάν 1821 – Κρουασέ, Ρουάν 1880). Γάλλος συγγραφέας. Άρχισε νεότατος να γράφει, επειδή τον ωθούσε μια πρόωρη αγάπη για το θέατρο, για το οποίο άφησε μερικά ημιτελή ή μέτριας αξίας έργα, αν εξαιρέσουμε τον Υποψήφιο (που ανεβάστηκε το… …   Dictionary of Greek

  • αισχροκέρδεια — η υπερβολικό κέρδος στο εμπόριο με παράνομα μέσα (νοθεία, υπερτίμηση, απόκρυψη κτλ.): Η αισχροκέρδεια τιμωρείται με φυλάκιση και πρόστιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπερτίμημα — το, ατος 1. χρηματικό ποσό που προκύπτει από την υπερτίμηση. 2. αύξηση της αξίας ή της προσόδου ενός περιουσιακού στοιχείου: Αυτόματο υπερτίμημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποτίμηση — η 1. υποβιβασμός της τιμής ενός πράγματος, η μείωση της αξίας του (αντίθ. υπερτίμηση, ανατίμηση): Υποτίμηση της εμπορικής αξίας των φαρμάκων. 2. μτφ., εκτίμηση για κάτι κάτω από την πραγματική του αξία, παραγνώριση: Η υποτίμηση της προσφοράς των… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»